Ενα μπουκάλι απ τα πιο φθηνά ποτά
σε μια πλατεία στο πέταλο καθισμένοι
να λέμε ιστορίες με τα μάτια μας κλειστά
και λίγο πριν το χάραμα απ την μέθη ζαλισμένοι
απο παιδάκια παλεύαμε να ραπαρουμε
με 2 στιχάκια που γράφαμε στο χαρτί
κι μεγαλύτεροι λέγαν να το γουστάρουμε
πως στο χαρτί το γράφουμε κι όχι για το χαρτί
μα μεγαλώσαμε πλέον κι έχουμε όραμα
στο τέλος μένουνε οι στίχοι και το όνομα
για όσους θα νιώσουνε το ραπ μου θα μαι στήριγμα
γιατί βλέπουν το μέσα μου κι όχι το περιτύλιγμα
συναισθηματικός κάθε ραπ μου είναι βίωμα
ψυχολογικά που με χτυπήσανε σαν κρύωμα
κρίσεις πανικού που με βαράνε για τελείωμα
έζησα τα πάντα μα είμαι ακόμα στο ξεκίνημα
πολλά προβλήματα σήκωσα με την πλάτη μου
μ'ακομα στέκονται τα πόδια μου στην γη
40 κύματα που σπάσαν το κατάρτι μου
βρήκα στεριά μονάχα κάνοντας κουπί
έχει ματώσει το στήθος απ τα χτυπήματα
μα βρίσκω τρόπο να επουλώνω τις πληγές
γιατί έχω μάθει να κινώ μονός τα νήματα
και να μην μένουνε στο τέλος οι ουλές
Έλα αλητάκο ρε κάποια στιγμή θα φύγουμε
μα πριν αποδημήσουμε το όραμα να γίνουμε
μάτια καχύποπτα και στόματα μεγάλα
βλέμματα ύποπτα σε στέλνουν για κρεμάλα
περνάν οι μέρες κι αλλάζουν οι εποχές
κι αντί για πάθος στον στίχο βγάζουν κραυγές
όλοι βαρόνοι μοιράζουν επιταγές
κι ύστερα λέω πως δεν αρέσουν οι αλλαγές
έχω το όραμα ο στίχος να σε αγγίζει
να νιώθεις όσα νιώθω και μαζί μου να δακρύζεις
δεν έχω αλλάξει πάσα μου ραπ έχω μείνει
δως μου ένα βρομόμπιτο και διαμάντι θα γίνει
ότι γράφω λεβέντη μου είμαστε εμείς
κι άμα το νιώθεις μπρο ξέρεις που θα με βρεις
το μυαλό μου κρατάω μες το κεφάλι μου
ακόμα κι όταν είμαι χαμένος μες την κραιπάλη μου
πολλά προβλήματα σήκωσα με την πλάτη μου
μ'ακομα στέκονται τα πόδια μου στην γη
40 κύματα που σπάσαν το κατάρτι μου
βρήκα στεριά μονάχα κάνοντας κουπί
έχει ματώσει το στήθος απ τα χτυπήματα
μα βρίσκω τρόπο να επουλώνω τις πληγές
γιατί έχω μάθει να κινώ μόνος τα νήματα
και να μην μένουνε στο τέλος οι ουλές
πες μου κάτι αληθινό που να αξίζει
κοίτα με στα μάτια κι ας τον κόσμο να γυρίζει
η νύχτα μου αποτσίγαρα και οινόπνευμα μυρίζει
ζάντα το κεφάλι μου σαν σκύλος που γαβγίζει
ένα μαλμπορο σκληρό απ το περίπτερο
ένα τσιγάρο σπάω να το βάλω σε καλύτερο
μια μπίρα για το σπίτι και για σβήσιμο
κοιμάμαι λίγο ανήσυχα μα τώρα θα μαι ήσυχος
βαρέθηκα να κρύβομαι πίσω απ το δάχτυλο μου
κάπου μέσα στα ψέματα χάνω τον εαυτό μου
με πιάνουνε οι κρίσεις όταν καίω το μυαλό μου
και λίγοι ήταν αυτοί που θέλαν όντως το κάλο μου
κοιτάω το ταβάνι ξαπλωμένος να γυρίζει
και μεθυσμένος σκέφτομαι πως το αύριο με φοβίζει
στο διάολο να πάνε οι φοβίες και τα άγχη μου
χαλάω την ζωή μου όταν σφίγγει το στομάχι μου