Πήρε σβάρνα κι αρμενίζει παλληκάρι απ' τη γωνιά
Σαν παλιό καράβι τρίζει που στον ύφαλο χτυπά
Μοιάζει πλοίο στοιχειωμένο
Στου πελάγου τ' ανοιχτά
Έχει χάσει τιμονιέρη κι η φουρτούνα το χτυπά
Κι ένα αόρατο μαχαίρι μπαίνει όλο πιο βαθειά
Μοναχόσ, μοναχόσ και δίχωσ πρίμα
Βάζει πλώρη, πλώρη για το πουθενά
Μια ψευδαίσθηση ήταν ότι είχε από τη φυλακή
Με το διάολο εργοδότη για να πιάσει την καλή
Είν' αργά και στου χάρου το λιμάνι
Άραξε τώρα να ξεκουραστεί